ὠμοτριβής: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />([[ιδίως]] για [[λάδι]]) αυτός που προέρχεται από την [[έκθλιψη]] άγουρων ελιών («ἀλείφειν τὴν κεφαλὴν ὠμοτριβὲς [[ἔλαιον]]», Θεοφάν. <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τριβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τριβή]]), | |mltxt=-ές, ΜΑ<br />([[ιδίως]] για [[λάδι]]) αυτός που προέρχεται από την [[έκθλιψη]] άγουρων ελιών («ἀλείφειν τὴν κεφαλὴν ὠμοτριβὲς [[ἔλαιον]]», Θεοφάν. <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τριβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τριβή]]), [[πρβλ]]. <i>νεο</i>-<i>τριβής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:20, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A pressed raw, ὠμοτριβὲς ἔλαιον oil from unripe olives, preferred for many purposes, Thphr.Od.15, Dsc.1.30.
Greek (Liddell-Scott)
ὠμοτρῐβής: -ές, γεν. -έος, τριβόμενος ὠμὸς ἢ ἄωρος, ὠμ. ἔλαιον, ἐξ ἀώρων ἐλαιῶν, προτιμώμενον χάριν πολλῶν χρήσεων, Θεοφρ. π. Ὀσμ. 15, Διοσκ. 1, 29, πρβλ. ὀμφάκινον.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
(ιδίως για λάδι) αυτός που προέρχεται από την έκθλιψη άγουρων ελιών («ἀλείφειν τὴν κεφαλὴν ὠμοτριβὲς ἔλαιον», Θεοφάν. Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -τριβής (< τριβή), πρβλ. νεο-τριβής].