Ἱππομέδων: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[Ἱππομέδων]], ὁ (Α)<br /><b>ως κύριο όν.</b> [[ηγεμόνας]], [[αρχηγός]] ιππικού («Ἱππομέδοντος [[σχῆμα]] καὶ [[μέγας]] [[τύπος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππο</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[μέδων]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέδω]] «[[κυβερνώ]]»), | |mltxt=[[Ἱππομέδων]], ὁ (Α)<br /><b>ως κύριο όν.</b> [[ηγεμόνας]], [[αρχηγός]] ιππικού («Ἱππομέδοντος [[σχῆμα]] καὶ [[μέγας]] [[τύπος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππο</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[μέδων]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέδω]] «[[κυβερνώ]]»), [[πρβλ]]. <i>Αυτο</i>-[[μέδων]], <i>Λαο</i>-[[μέδων]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Ἱππομέδων:''' οντος ὁ Гиппомедонт (один из «семерых против Фив») Aesch., Soph. | |elrutext='''Ἱππομέδων:''' οντος ὁ Гиппомедонт (один из «семерых против Фив») Aesch., Soph. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:20, 23 August 2021
English (LSJ)
οντος, ὁ, A horse-ruler, as a pr. n., A., etc. [In Th.488, with the 2nd syll. long, metri gr.]
Greek (Liddell-Scott)
Ἱππομέδων: -οντος, ὁ, ἡγεμὼν ἵππων, ἱππικοῦ, ὡς κύριον ὄνομα, Αἰσχύλ., κλ. Ἐν Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβ. 488, μετὰ τῆς β΄ συλλαβῆς μακρᾶς ὡς εἰ ἦν, Ἱππομμέδοντος, πρβλ. Παρθενοπαῖος.
Greek Monolingual
Ἱππομέδων, ὁ (Α)
ως κύριο όν. ηγεμόνας, αρχηγός ιππικού («Ἱππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύπος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππο(ο)- + -μέδων (< μέδω «κυβερνώ»), πρβλ. Αυτο-μέδων, Λαο-μέδων].
Russian (Dvoretsky)
Ἱππομέδων: οντος ὁ Гиппомедонт (один из «семерых против Фив») Aesch., Soph.