ευτραφής: Difference between revisions
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(15) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐτραφής]], -ές)<br />[[καλοθρεμμένος]], [[εύσαρκος]], [[παχύς]], [[εύσωμος]], [[σωματώδης]], [[γεμάτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει γρήγορη [[αύξηση]] ή [[ανάπτυξη]]<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που τρέφει καλά, ο [[θρεπτικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐτραφές</i><br />η [[ευτροφία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευτραφώς</i> (ΑΜ εὐτραφῶς, Α και ιων. τ. εὐτραφέως)<br />με ευτραφή τρόπο, σε [[κατάσταση]] ευτραφούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «εὐτραφέως έχω» — [[είμαι]] [[ευτραφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τραφής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ετράφην</i> του ρ. [[τρέφω]]), | |mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐτραφής]], -ές)<br />[[καλοθρεμμένος]], [[εύσαρκος]], [[παχύς]], [[εύσωμος]], [[σωματώδης]], [[γεμάτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει γρήγορη [[αύξηση]] ή [[ανάπτυξη]]<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που τρέφει καλά, ο [[θρεπτικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐτραφές</i><br />η [[ευτροφία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευτραφώς</i> (ΑΜ εὐτραφῶς, Α και ιων. τ. εὐτραφέως)<br />με ευτραφή τρόπο, σε [[κατάσταση]] ευτραφούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «εὐτραφέως έχω» — [[είμαι]] [[ευτραφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τραφής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ετράφην</i> του ρ. [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. [[διοτραφής]], [[μουσοτραφής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:35, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐτραφής, -ές)
καλοθρεμμένος, εύσαρκος, παχύς, εύσωμος, σωματώδης, γεμάτος
αρχ.
1. αυτός που έχει γρήγορη αύξηση ή ανάπτυξη
2. ενεργ. αυτός που τρέφει καλά, ο θρεπτικός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐτραφές
η ευτροφία.
επίρρ...
ευτραφώς (ΑΜ εὐτραφῶς, Α και ιων. τ. εὐτραφέως)
με ευτραφή τρόπο, σε κατάσταση ευτραφούς
αρχ.
φρ. «εὐτραφέως έχω» — είμαι ευτραφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τραφής (< ετράφην του ρ. τρέφω), πρβλ. διοτραφής, μουσοτραφής].