ευρυγάστωρ: Difference between revisions

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[εὐρυγάστωρ]], -ορος, ὁ, ἡ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />σκουρόχρωμο [[έντομο]] που προσβάλλει τους τρυφερούς σπόρους τών δημητριακών<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[κοιλιά]], ο [[κοιλαράς]]<br />(για τη [[θάλασσα]]) η απέραντη, αυτή που μπορεί να καλύψει [[πολλά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γαστωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γαστήρ]]), [[πρβλ]]. <i>ομο</i>-<i>γάστωρ</i>, <i>πλατυ</i>-<i>γάστωρ</i>].
|mltxt=ο (ΑΜ [[εὐρυγάστωρ]], -ορος, ὁ, ἡ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />σκουρόχρωμο [[έντομο]] που προσβάλλει τους τρυφερούς σπόρους τών δημητριακών<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[κοιλιά]], ο [[κοιλαράς]]<br />(για τη [[θάλασσα]]) η απέραντη, αυτή που μπορεί να καλύψει [[πολλά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γαστωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γαστήρ]]), [[πρβλ]]. [[ομογάστωρ]], [[πλατυγάστωρ]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο (ΑΜ εὐρυγάστωρ, -ορος, ὁ, ἡ)
νεοελλ.
σκουρόχρωμο έντομο που προσβάλλει τους τρυφερούς σπόρους τών δημητριακών
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά, ο κοιλαράς
(για τη θάλασσα) η απέραντη, αυτή που μπορεί να καλύψει πολλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -γαστωρ (< γαστήρ), πρβλ. ομογάστωρ, πλατυγάστωρ].