πλατυγάστωρ

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτῠγάστωρ Medium diacritics: πλατυγάστωρ Low diacritics: πλατυγάστωρ Capitals: ΠΛΑΤΥΓΑΣΤΩΡ
Transliteration A: platygástōr Transliteration B: platygastōr Transliteration C: platygastor Beta Code: platuga/stwr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, ἡ, flat-bellied, Arist.HA553b10, 624b25.

German (Pape)

[Seite 627] ορος, breitbäuchig, Arist. H. A. 5, 22.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰτῠγάστωρ: 2, gen. ορος с широким брюшком (γένος τῶν μελιττῶν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτῠγάστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πλατεῖαν γαστέρα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 1.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πλατιά, μεγάλη κοιλιά, ο κοιλαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + -γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. ευρυγάστωρ].