πλατυγάστωρ
From LSJ
English (LSJ)
-ορος, ὁ, ἡ, flat-bellied, Arist.HA553b10, 624b25.
German (Pape)
[Seite 627] ορος, breitbäuchig, Arist. H. A. 5, 22.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰτῠγάστωρ: 2, gen. ορος с широким брюшком (γένος τῶν μελιττῶν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτῠγάστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πλατεῖαν γαστέρα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 1.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πλατιά, μεγάλη κοιλιά, ο κοιλαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + -γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. ευρυγάστωρ].