ζευγολάτης: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ζευγηλάτης]], ο (AM [[ζευγηλάτης]] και [[ζευγελάτης]], Μ και ζευγαλάτης, Α θηλ. [[ζευγηλατρίς]])<br />αυτός που οργώνει το [[χωράφι]] κατευθύνοντας [[ζευγάρι]] βοδιών ή αλόγων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζευγηλάτης]], με [[επίδραση]] του -<i>ο</i> του [[ζεύγος]] και άλλων συνθ. Ο τ. [[ζευγηλάτης]] <span style="color: red;"><</span> [[ζεύγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ελαύνω]]), [[πρβλ]]. <i>διφρ</i>-<i>ηλάτης</i>, <i>ποδ</i>-<i>ηλάτης</i>].
|mltxt=και [[ζευγηλάτης]], ο (AM [[ζευγηλάτης]] και [[ζευγελάτης]], Μ και ζευγαλάτης, Α θηλ. [[ζευγηλατρίς]])<br />αυτός που οργώνει το [[χωράφι]] κατευθύνοντας [[ζευγάρι]] βοδιών ή αλόγων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζευγηλάτης]], με [[επίδραση]] του -<i>ο</i> του [[ζεύγος]] και άλλων συνθ. Ο τ. [[ζευγηλάτης]] <span style="color: red;"><</span> [[ζεύγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ελαύνω]]), [[πρβλ]]. [[διφρηλάτης]], [[ποδηλάτης]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

και ζευγηλάτης, ο (AM ζευγηλάτης και ζευγελάτης, Μ και ζευγαλάτης, Α θηλ. ζευγηλατρίς)
αυτός που οργώνει το χωράφι κατευθύνοντας ζευγάρι βοδιών ή αλόγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζευγηλάτης, με επίδραση του -ο του ζεύγος και άλλων συνθ. Ο τ. ζευγηλάτης < ζεύγος + -ηλάτης (< ελαύνω), πρβλ. διφρηλάτης, ποδηλάτης].