ηδύπνους: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
(16)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν και ηδύπνοος, -η, -ο (AM ἡδύπνους, -ουν και [[ἡδύπνοος]], -οον)<br /><b>1.</b> (για μουσικό ήχο) αυτός που ηχεί καλά, μελωδικά, [[αρμονικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που πνέει ευχάριστα («ἡδύπνοοι αὖραι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που ευωδιάζει, ο [[εύοσμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ ἡδύπνους</i><br />[[αρνί]] που τρέφεται [[ακόμη]] με το μητρικό [[γάλα]], που δεν έχει γευθεί [[χορτάρι]], αλλ. [[ηδύχρους]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πνους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πνοή]] <span style="color: red;"><</span> [[πνέω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>πνους</i>, <i>από</i>-<i>πνους</i>].
|mltxt=-ουν και ηδύπνοος, -η, -ο (AM ἡδύπνους, -ουν και [[ἡδύπνοος]], -οον)<br /><b>1.</b> (για μουσικό ήχο) αυτός που ηχεί καλά, μελωδικά, [[αρμονικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που πνέει ευχάριστα («ἡδύπνοοι αὖραι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που ευωδιάζει, ο [[εύοσμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ ἡδύπνους</i><br />[[αρνί]] που τρέφεται [[ακόμη]] με το μητρικό [[γάλα]], που δεν έχει γευθεί [[χορτάρι]], αλλ. [[ηδύχρους]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πνους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πνοή]] <span style="color: red;"><</span> [[πνέω]]), [[πρβλ]]. [[άπνους]], [[απόπνους]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ουν και ηδύπνοος, -η, -ο (AM ἡδύπνους, -ουν και ἡδύπνοος, -οον)
1. (για μουσικό ήχο) αυτός που ηχεί καλά, μελωδικά, αρμονικός
2. αυτός που πνέει ευχάριστα («ἡδύπνοοι αὖραι», Ευρ.)
3. αυτός που ευωδιάζει, ο εύοσμος
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡδύπνους
αρνί που τρέφεται ακόμη με το μητρικό γάλα, που δεν έχει γευθεί χορτάρι, αλλ. ηδύχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -πνους (< πνοή < πνέω), πρβλ. άπνους, απόπνους].