θυρσαχθής: Difference between revisions
From LSJ
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
(13_3) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1227.png Seite 1227]] ές, mit dem Thyrsus belastet, Thyrsus tragend, Orph. H. 44, 5, v. l. [[θυρσεχθής]], Ruhnk. θυρσεγχής, mit dem Thyrsus wie mit einer Lanze bewaffnet. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1227.png Seite 1227]] ές, mit dem Thyrsus belastet, Thyrsus tragend, Orph. H. 44, 5, v. l. [[θυρσεχθής]], Ruhnk. θυρσεγχής, mit dem Thyrsus wie mit einer Lanze bewaffnet. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''θυρσαχθής''': -ές, ἐπὶ τοῦ Βάκχου, ὁ φέρων [[ἄχθος]] θύρσου, δηλ. ὁ φέρων θύρσον, Ὀρφ. Ὕμν. 44. 5· ὁ Ruhnk. προτιμᾷ θυρσεγχής, ἔχων ὡς [[δόρυ]] θύρσον. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θυρσαχθής]], -ές (Α)<br />(πιθ. εσφ. ανάγν. [[αντί]] <i>θυρσεγχής</i>) (για τον Βάκχο) [[θυρσοφόρος]] ή αυτός που κρατάει και πάλλει τον θύρσο σαν [[δόρυ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρσος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αχθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άχθος]]), [[πρβλ]]. [[επαχθής]], [[πολυαχθής]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:55, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 1227] ές, mit dem Thyrsus belastet, Thyrsus tragend, Orph. H. 44, 5, v. l. θυρσεχθής, Ruhnk. θυρσεγχής, mit dem Thyrsus wie mit einer Lanze bewaffnet.
Greek (Liddell-Scott)
θυρσαχθής: -ές, ἐπὶ τοῦ Βάκχου, ὁ φέρων ἄχθος θύρσου, δηλ. ὁ φέρων θύρσον, Ὀρφ. Ὕμν. 44. 5· ὁ Ruhnk. προτιμᾷ θυρσεγχής, ἔχων ὡς δόρυ θύρσον.
Greek Monolingual
θυρσαχθής, -ές (Α)
(πιθ. εσφ. ανάγν. αντί θυρσεγχής) (για τον Βάκχο) θυρσοφόρος ή αυτός που κρατάει και πάλλει τον θύρσο σαν δόρυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -αχθής (< άχθος), πρβλ. επαχθής, πολυαχθής].