θεμιστείος: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεμιστεῖος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[νόμιμος]], [[δίκαιος]] («θεμιστεῖον [[σκᾶπτον]]» — το [[σκήπτρο]] της δικαιοσύνης, της δίκαιης κρίσεως, <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ή [[θεμιστεία]]<br />[[μαντεία]], [[προφητεία]], [[χρησμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέμις]] (Ι) (γεν. <i>θέμιστ</i>-<i>ος</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>είος</i>, [[πρβλ]]. <i>οικ</i>-<i>είος</i>, <i>ρυμ</i>-<i>είος</i>].
|mltxt=[[θεμιστεῖος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[νόμιμος]], [[δίκαιος]] («θεμιστεῖον [[σκᾶπτον]]» — το [[σκήπτρο]] της δικαιοσύνης, της δίκαιης κρίσεως, <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ή [[θεμιστεία]]<br />[[μαντεία]], [[προφητεία]], [[χρησμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέμις]] (Ι) (γεν. <i>θέμιστ</i>-<i>ος</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>είος</i>, [[πρβλ]]. [[οικείος]], [[ρυμείος]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

θεμιστεῖος, -ία, -ον (Α)
1. νόμιμος, δίκαιος («θεμιστεῖον σκᾶπτον» — το σκήπτρο της δικαιοσύνης, της δίκαιης κρίσεως, Πίνδ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ή θεμιστεία
μαντεία, προφητεία, χρησμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) (γεν. θέμιστ-ος) + κατάλ. -είος, πρβλ. οικείος, ρυμείος].