κακόμορος: Difference between revisions

From LSJ

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακόμορος]], -ον (AM)<br />([[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> στη λ. <i>ἄμμορον</i> και του λεξ. [[Σούδα]] στη λ. [[ἄμμορος]]) [[κακόμοιρος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακομόρως</i> (Α)<br />με κακή [[μοίρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μόρος]]), [[πρβλ]]. <i>αινό</i>-<i>μορος</i>, <i>πρωτό</i>-<i>μορος</i>].
|mltxt=[[κακόμορος]], -ον (AM)<br />([[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> στη λ. <i>ἄμμορον</i> και του λεξ. [[Σούδα]] στη λ. [[ἄμμορος]]) [[κακόμοιρος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακομόρως</i> (Α)<br />με κακή [[μοίρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μόρος]]), [[πρβλ]]. [[αινόμορος]], [[πρωτόμορος]]].
}}
}}

Revision as of 18:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόμορος Medium diacritics: κακόμορος Low diacritics: κακόμορος Capitals: ΚΑΚΟΜΟΡΟΣ
Transliteration A: kakómoros Transliteration B: kakomoros Transliteration C: kakomoros Beta Code: kako/moros

English (LSJ)

ον, = κακόμοιρος (ill-fated), Hsch. s.v. ἄμμορον, Suid. s.v. ἄμμορος. Adv. κακομόρως Cat.Cod.Astr. 8(4).129, 142.

Greek (Liddell-Scott)

κακόμορος: -ον, = τῷ προηγ., Ἡσύχ. ἐν λέξει πανάποτμος, Σουΐδ. ἐν λ. αἰνόμορος.

Greek Monolingual

κακόμορος, -ον (AM)
(γλώσσα του Ησύχ. στη λ. ἄμμορον και του λεξ. Σούδα στη λ. ἄμμορος) κακόμοιρος.
επίρρ...
κακομόρως (Α)
με κακή μοίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μορος (< μόρος), πρβλ. αινόμορος, πρωτόμορος].