ισήρετμος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσήρετμος]], -ον (Α)<br />(για [[πλοίο]]) αυτό που έχει ίσον αριθμό κουπιών από τις δύο πλευρές του και συνεκδ. ίσο σε [[μέγεθος]] ή σε αριθμό με άλλα πλοία («Ἀργείων δὲ ταῑσδ' ἰσήρετμοι νᾱες [[ἕστασαν]] [[πέλας]]» — [[κοντά]] σ' αυτά είχαν αράξει τα πλοία τών Αργείων ίσα σε [[μέγεθος]] ή σε αριθμό με τα άλλα πλοία, <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήρετμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐρετμόν]] «[[κουπί]]») —το <i>η</i>- λόγω της συνθέσεως—, [[πρβλ]]. <i>λευκ</i>-<i>ήρετμος</i>, <i>φιλ</i>-<i>ήρετμος</i>].
|mltxt=[[ἰσήρετμος]], -ον (Α)<br />(για [[πλοίο]]) αυτό που έχει ίσον αριθμό κουπιών από τις δύο πλευρές του και συνεκδ. ίσο σε [[μέγεθος]] ή σε αριθμό με άλλα πλοία («Ἀργείων δὲ ταῑσδ' ἰσήρετμοι νᾱες [[ἕστασαν]] [[πέλας]]» — [[κοντά]] σ' αυτά είχαν αράξει τα πλοία τών Αργείων ίσα σε [[μέγεθος]] ή σε αριθμό με τα άλλα πλοία, <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήρετμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐρετμόν]] «[[κουπί]]») —το <i>η</i>- λόγω της συνθέσεως—, [[πρβλ]]. [[λευκήρετμος]], [[φιλήρετμος]]].
}}
}}

Revision as of 18:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰσήρετμος, -ον (Α)
(για πλοίο) αυτό που έχει ίσον αριθμό κουπιών από τις δύο πλευρές του και συνεκδ. ίσο σε μέγεθος ή σε αριθμό με άλλα πλοία («Ἀργείων δὲ ταῑσδ' ἰσήρετμοι νᾱες ἕστασαν πέλας» — κοντά σ' αυτά είχαν αράξει τα πλοία τών Αργείων ίσα σε μέγεθος ή σε αριθμό με τα άλλα πλοία, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ήρετμος (< ἐρετμόν «κουπί») —το η- λόγω της συνθέσεως—, πρβλ. λευκήρετμος, φιλήρετμος].