κακόμετρος: Difference between revisions
From LSJ
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κακόμετρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ([[μετρική]]) ο [[στίχος]] που έχει [[κακό]] [[μέτρο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> ([[μετρική]]) <i>τὸ κακόμετρον</i><br />το εσφαλμένο [[μέτρο]], η [[κακομετρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μετρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[κακόμετρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ([[μετρική]]) ο [[στίχος]] που έχει [[κακό]] [[μέτρο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> ([[μετρική]]) <i>τὸ κακόμετρον</i><br />το εσφαλμένο [[μέτρο]], η [[κακομετρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μετρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]]), [[πρβλ]]. [[μονόμετρος]], [[ομοιόμετρος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κᾰκόμετρος:''' плохо отмеренный ([[στίχος]] Plut.). | |elrutext='''κᾰκόμετρος:''' плохо отмеренный ([[στίχος]] Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 18:10, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A in bad metre, unmetrical, Plu.2.747f, etc.; τὸ κ. Phld.Po.Herc.1676.8.
German (Pape)
[Seite 1301] schlecht, falsch gemessen; στίχοι Schol. Il. 22, 379; τοῖς ἄγαν πεζοῖς καὶ κακομέτροις Plut. Symp. 9, 15, 2.
Greek (Liddell-Scott)
κακόμετρος: -ον, ἐν τῇ μετρικῇ ἐπὶ στίχου, ἔχων κακὸν μέτρον, Πλούτ. 2. 747F, κλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mal mesuré.
Étymologie: κακός, μέτρον.
Greek Monolingual
κακόμετρος, -ον (Α)
1. (μετρική) ο στίχος που έχει κακό μέτρο
2. το ουδ. ως ουσ. (μετρική) τὸ κακόμετρον
το εσφαλμένο μέτρο, η κακομετρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μετρος (< μέτρον), πρβλ. μονόμετρος, ομοιόμετρος].
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόμετρος: плохо отмеренный (στίχος Plut.).