κάρθρα: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κάρθρα]], τὰ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> [[αμοιβή]], [[μισθός]] [[κουράς]] προβάτων, κουρευτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κείρω]] «[[κουρεύω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>θρον</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[κάρθρα]], τὰ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> [[αμοιβή]], [[μισθός]] [[κουράς]] προβάτων, κουρευτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κείρω]] «[[κουρεύω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>θρον</i> ([[πρβλ]]. [[βάθρον]], [[έλκηθρον]]). Εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του ρηματ. θ. όπως το ρηματ. επίθ. <i>καρ</i>-<i>τός</i>, ο παρακμ. <i>κέ</i>-<i>καρ</i>-<i>μαι</i> κ.λπ.]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:15, 23 August 2021
English (LSJ)
τά, A wages for clipping or shearing, Edict.Diocl.7.20; cf. κάρτρα.
Greek (Liddell-Scott)
κάρθρα: τά, (κείρω) μισθὸς κουρᾶς προβάτων, «κουρευτικά», Ἐπιγρ. Λεβαδείας τῶν χρόνων Διοκλητιανοῦ ἐν Mitth. d. d. arch. Inst. V. σ. 70.
Greek Monolingual
κάρθρα, τὰ (Α)
επιγρ. αμοιβή, μισθός κουράς προβάτων, κουρευτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κείρω «κουρεύω» + κατάλ. -θρον (πρβλ. βάθρον, έλκηθρον). Εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα του ρηματ. θ. όπως το ρηματ. επίθ. καρ-τός, ο παρακμ. κέ-καρ-μαι κ.λπ.].