κεραυνόβολος: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κεραυνόβολος]], -ον (Α)<br />αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. <i>αστρό</i>-<i>βολος</i>, <i>νιφό</i>-<i>βολος</i>. Η προπαροξυτονία δίνει στη λ. παθητική [[σημασία]]].
|mltxt=[[κεραυνόβολος]], -ον (Α)<br />αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. [[αστρόβολος]], [[νιφόβολος]]. Η προπαροξυτονία δίνει στη λ. παθητική [[σημασία]]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:22, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνόβολος Medium diacritics: κεραυνόβολος Low diacritics: κεραυνόβολος Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: keraunóbolos Transliteration B: keraunobolos Transliteration C: keravnovolos Beta Code: kerauno/bolos

English (LSJ)

ον, A hurling the thunder, Ζεύς IG5(2).37 (Tegea); πῦρ τὸ κ. the thundersmiting fire, AP12.63 (Mel.); κ. νεφέλαι Orph.Fr.256; of planetary influences, Vett.Val.14.17; title of the Roman Legio XII Fulminata, D.C.71.9. II proparox. κεραυνόβολος, ον, Pass., thunder-stricken, of Semele, E.Ba.598 (lyr.), cf. D.S.1.13, etc.

Greek Monolingual

κεραυνόβολος, -ον (Α)
αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. αστρόβολος, νιφόβολος. Η προπαροξυτονία δίνει στη λ. παθητική σημασία].

Russian (Dvoretsky)

κεραυνόβολος: ὁ пораженный громом (sc. Σεμέλα Eur.; δένδρον Diod.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραυνόβολος -ον [κεραυνός, βάλλω] door de bliksem getroffen.

Middle Liddell

βάλλω [cf. κεραυνοβόλος
pass. thunder-stricken, Eur.