κλωνάρι: Difference between revisions
From LSJ
(20) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, (ΑΜ [[κλωνάριον]], Μ και [[κλωνάρι]] και κλωνάριν)<br />μικρό [[κλαδί]] ή [[τρυφερός]] [[βλαστός]] («το [[σπαθί]] του εκρέμασεν εισέ δεντρού [[κλωνάρι]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[απόγονος]], [[τέκνο]] [[κυρίως]] ευγενούς καταγωγής («ήρχισε κ' εμεγάλωνε το δροσερό [[κλωνάρι]] κ' επλήθαινε στην [[ομορφιά]], στη [[γνώση]] και στη [[χάρη]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[παραπόταμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλών]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άρι</i>(<i>ον</i>) ( | |mltxt=το, (ΑΜ [[κλωνάριον]], Μ και [[κλωνάρι]] και κλωνάριν)<br />μικρό [[κλαδί]] ή [[τρυφερός]] [[βλαστός]] («το [[σπαθί]] του εκρέμασεν εισέ δεντρού [[κλωνάρι]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[απόγονος]], [[τέκνο]] [[κυρίως]] ευγενούς καταγωγής («ήρχισε κ' εμεγάλωνε το δροσερό [[κλωνάρι]] κ' επλήθαινε στην [[ομορφιά]], στη [[γνώση]] και στη [[χάρη]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[παραπόταμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλών]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άρι</i>(<i>ον</i>) ([[πρβλ]]. [[λογάριον]], [[παιδάριον]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:28, 23 August 2021
Greek Monolingual
το, (ΑΜ κλωνάριον, Μ και κλωνάρι και κλωνάριν)
μικρό κλαδί ή τρυφερός βλαστός («το σπαθί του εκρέμασεν εισέ δεντρού κλωνάρι», Ερωτόκρ.)
νεοελλ.-μσν.
μτφ. απόγονος, τέκνο κυρίως ευγενούς καταγωγής («ήρχισε κ' εμεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι κ' επλήθαινε στην ομορφιά, στη γνώση και στη χάρη», Ερωτόκρ.)
μσν.
παραπόταμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλών + υποκορ. κατάλ. -άρι(ον) (πρβλ. λογάριον, παιδάριον)].