κλωνάρι: Difference between revisions

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, (ΑΜ [[κλωνάριον]], Μ και [[κλωνάρι]] και κλωνάριν)<br />μικρό [[κλαδί]] ή [[τρυφερός]] [[βλαστός]] («το [[σπαθί]] του εκρέμασεν εισέ δεντρού [[κλωνάρι]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[απόγονος]], [[τέκνο]] [[κυρίως]] ευγενούς καταγωγής («ήρχισε κ' εμεγάλωνε το δροσερό [[κλωνάρι]] κ' επλήθαινε στην [[ομορφιά]], στη [[γνώση]] και στη [[χάρη]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[παραπόταμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλών]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άρι</i>(<i>ον</i>) ([[πρβλ]]. <i>λογ</i>-<i>άριον</i>, <i>παιδ</i>-<i>άριον</i>)].
|mltxt=το, (ΑΜ [[κλωνάριον]], Μ και [[κλωνάρι]] και κλωνάριν)<br />μικρό [[κλαδί]] ή [[τρυφερός]] [[βλαστός]] («το [[σπαθί]] του εκρέμασεν εισέ δεντρού [[κλωνάρι]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[απόγονος]], [[τέκνο]] [[κυρίως]] ευγενούς καταγωγής («ήρχισε κ' εμεγάλωνε το δροσερό [[κλωνάρι]] κ' επλήθαινε στην [[ομορφιά]], στη [[γνώση]] και στη [[χάρη]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[παραπόταμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλών]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άρι</i>(<i>ον</i>) ([[πρβλ]]. [[λογάριον]], [[παιδάριον]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:28, 23 August 2021

Greek Monolingual

το, (ΑΜ κλωνάριον, Μ και κλωνάρι και κλωνάριν)
μικρό κλαδί ή τρυφερός βλαστός («το σπαθί του εκρέμασεν εισέ δεντρού κλωνάρι», Ερωτόκρ.)
νεοελλ.-μσν.
μτφ. απόγονος, τέκνο κυρίως ευγενούς καταγωγής («ήρχισε κ' εμεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι κ' επλήθαινε στην ομορφιά, στη γνώση και στη χάρη», Ερωτόκρ.)
μσν.
παραπόταμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλών + υποκορ. κατάλ. -άρι(ον) (πρβλ. λογάριον, παιδάριον)].