κεφαλήσιος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στην [[κεφαλή]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] κεφαλής («κεφαλήσιο τύρι» — το [[κεφαλοτύρι]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]] <span style="color: red;">+</span> επιθετ. κατάλ. -<i>ήσιος</i> ([[πρβλ]]. <i>καρυδ</i>-<i>ήσιος</i>, <i>φιδ</i>-<i>ήσιος</i>)].
|mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στην [[κεφαλή]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] κεφαλής («κεφαλήσιο τύρι» — το [[κεφαλοτύρι]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]] <span style="color: red;">+</span> επιθετ. κατάλ. -<i>ήσιος</i> ([[πρβλ]]. [[καρυδήσιος]], [[φιδήσιος]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

-α, -ο
1. αυτός που ανήκει στην κεφαλή
2. αυτός που έχει σχήμα κεφαλής («κεφαλήσιο τύρι» — το κεφαλοτύρι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + επιθετ. κατάλ. -ήσιος (πρβλ. καρυδήσιος, φιδήσιος)].