κοκορομαχία: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[αγώνας]] [[ανάμεσα]] σε δύο πετεινούς, ο [[οποίος]], σε ορισμένες χώρες, συνοδεύεται με στοιχήματα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αγώνας]] ή [[ανταγωνισμός]] δύο ή και περισσότερων αντιπάλων που, [[συνήθως]], κάνουν [[επίδειξη]] παλικαριάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόκορας]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>μάχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), [[πρβλ]]. <i>ιππο</i>-<i>μαχία</i>, <i>ταυρο</i>-<i>μαχία</i>. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. <i>cockfight</i>].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[αγώνας]] [[ανάμεσα]] σε δύο πετεινούς, ο [[οποίος]], σε ορισμένες χώρες, συνοδεύεται με στοιχήματα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αγώνας]] ή [[ανταγωνισμός]] δύο ή και περισσότερων αντιπάλων που, [[συνήθως]], κάνουν [[επίδειξη]] παλικαριάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόκορας]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>μάχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), [[πρβλ]]. [[ιππομαχία]], [[ταυρομαχία]]. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. <i>cockfight</i>].
}}
}}

Latest revision as of 18:32, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
1. αγώνας ανάμεσα σε δύο πετεινούς, ο οποίος, σε ορισμένες χώρες, συνοδεύεται με στοιχήματα
2. μτφ. αγώνας ή ανταγωνισμός δύο ή και περισσότερων αντιπάλων που, συνήθως, κάνουν επίδειξη παλικαριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκορας + -μαχία (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. ιππομαχία, ταυρομαχία. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. cockfight].