κομψοεπής: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
(c2)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1480.png Seite 1480]] ές, witzig, <b class="b2">zierlich</b>, sein und artig sprechend, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1480.png Seite 1480]] ές, witzig, [[zierlich]], sein und artig sprechend, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''κομψοεπής''': -ές, ὁ ὁμιλῶν κομψῶς, [[χαρίεις]] ἐν συναναστροφῇ, Κύριλλ. Ἀλ. IV. 828Β· ― κομψοέπεια, ἡ, κεκαλλιεπημένος [[λόγος]], Κύριλλ. κατὰ Ἰουλ. 3. σ. 76Α.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[κομψοεπής]], -ές)<br />αυτός που μιλά κομψά, [[καλλιεπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κομψός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>επής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔπος]]), [[πρβλ]]. [[αμετροεπής]], [[ηδυεπής]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:35, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1480] ές, witzig, zierlich, sein und artig sprechend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κομψοεπής: -ές, ὁ ὁμιλῶν κομψῶς, χαρίεις ἐν συναναστροφῇ, Κύριλλ. Ἀλ. IV. 828Β· ― κομψοέπεια, ἡ, κεκαλλιεπημένος λόγος, Κύριλλ. κατὰ Ἰουλ. 3. σ. 76Α.

Greek Monolingual

-ές (Α κομψοεπής, -ές)
αυτός που μιλά κομψά, καλλιεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κομψός + -επής (< ἔπος), πρβλ. αμετροεπής, ηδυεπής].