καχρυόεις: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καχρυόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />όμοιος με φρυγμένο [[κριθάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάχρυς]] <span style="color: red;">+</span> επίθ. -<i>όεις</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[καχρυόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />όμοιος με φρυγμένο [[κριθάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάχρυς]] <span style="color: red;">+</span> επίθ. -<i>όεις</i> ([[πρβλ]]. [[αστερόεις]], [[φλογόεις]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 23 August 2021
English (LSJ)
εσσα, εν, A bearing κάχρυ, ῥίζα, = λιβανωτίς, Nic.Th. 40.
German (Pape)
[Seite 1409] εσσα, εν, = καγχρυόεις, der gerösteten Gerste ähnlich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καχρυόεις: εσσα, εν, ὅμοιοι πρὸς τὴν κάχρυν, Νικ. Θηρ. 40.
Greek Monolingual
καχρυόεις, -εσσα, -εν (Α)
όμοιος με φρυγμένο κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάχρυς + επίθ. -όεις (πρβλ. αστερόεις, φλογόεις)].