κοπρώνης: Difference between revisions
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοπρώνης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που νοίκιαζε και εκμεταλλευόταν την κόπρο<br /><b>2.</b> αυτός που καθάριζε τους δρόμους από τις ακαθαρσίες, [[οδοκαθαριστής]] («ὁ [[κοπρώνης]] ἀλγεῑ καὶ ὀδυνᾱται ὅτι μὴ ἀπήλλακται τοῦ ταλαιπώρου καὶ ἐπονειδίστου [[εἶναι]] δοκοῦν | |mltxt=[[κοπρώνης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που νοίκιαζε και εκμεταλλευόταν την κόπρο<br /><b>2.</b> αυτός που καθάριζε τους δρόμους από τις ακαθαρσίες, [[οδοκαθαριστής]] («ὁ [[κοπρώνης]] ἀλγεῑ καὶ ὀδυνᾱται ὅτι μὴ ἀπήλλακται τοῦ ταλαιπώρου καὶ ἐπονειδίστου [[εἶναι]] δοκοῦν | ||
τος ἐπιτηδεύματος», Ιωάνν. Χρυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὦνος]] «[[τιμή]] αγοράς» <span style="color: red;"><</span> <i>ὠνοῦμαι</i> «[[αγοράζω]]»), [[πρβλ]]. | τος ἐπιτηδεύματος», Ιωάνν. Χρυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὦνος]] «[[τιμή]] αγοράς» <span style="color: red;"><</span> <i>ὠνοῦμαι</i> «[[αγοράζω]]»), [[πρβλ]]. [[ισχαδώνης]], [[οπωρώνης]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 1484] ὁ, der Mistpächter, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κοπρώνης: -ου, ὁ, (ὠνέομαι), ὁ ἐνοικιαστὴς τῆς κόπρου, δηλ. ὁ ἀναδεχόμενος νὰ μεταφέρῃ τὴν κόπρον ἀπὸ τῶν ὁδῶν, «ὁδοκαθαριστής», ἐργολάβος, Ἰω. Χρυσ. τ. 3, 501.
Greek Monolingual
κοπρώνης, ὁ (Α)
1. αυτός που νοίκιαζε και εκμεταλλευόταν την κόπρο
2. αυτός που καθάριζε τους δρόμους από τις ακαθαρσίες, οδοκαθαριστής («ὁ κοπρώνης ἀλγεῑ καὶ ὀδυνᾱται ὅτι μὴ ἀπήλλακται τοῦ ταλαιπώρου καὶ ἐπονειδίστου εἶναι δοκοῦν
τος ἐπιτηδεύματος», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -ώνης (< ὦνος «τιμή αγοράς» < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. ισχαδώνης, οπωρώνης].