κόλυθρον: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κόλυθρον]] και [[κόλυτρον]], τὸ (Α)<br />το ώριμο [[σύκο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι λ. [[κόλυθρον]] και [[κόλυθροι]] [[είναι]] αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεσή τους με τον τ. [[κολεόν]] «[[θήκη]]» παραμένει αβέβαιη λόγω της διαφοράς σημασίας. Οι λ. εμφανίζουν [[επίθημα]] -<i>θρον</i> (-<i>τρον</i>), [[πρβλ]]. <i>μέλα</i>-<i>θρον</i>, <i>άρο</i>-<i>τρον</i>. Ο τ. [[κόλυθρον]] εξάλλου [[είτε]] αποτελεί εσφ. γρφ. του τ. [[σκόλυθρον]] [[είτε]] προέρχεται απ' αυτόν με σίγηση του αρκτικού <i>σ</i>-].
|mltxt=[[κόλυθρον]] και [[κόλυτρον]], τὸ (Α)<br />το ώριμο [[σύκο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι λ. [[κόλυθρον]] και [[κόλυθροι]] [[είναι]] αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεσή τους με τον τ. [[κολεόν]] «[[θήκη]]» παραμένει αβέβαιη λόγω της διαφοράς σημασίας. Οι λ. εμφανίζουν [[επίθημα]] -<i>θρον</i> (-<i>τρον</i>), [[πρβλ]]. [[μέλαθρον]], [[άροτρον]]. Ο τ. [[κόλυθρον]] εξάλλου [[είτε]] αποτελεί εσφ. γρφ. του τ. [[σκόλυθρον]] [[είτε]] προέρχεται απ' αυτόν με σίγηση του αρκτικού <i>σ</i>-].
}}
}}

Revision as of 18:45, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόλυθρον Medium diacritics: κόλυθρον Low diacritics: κόλυθρον Capitals: ΚΟΛΥΘΡΟΝ
Transliteration A: kólythron Transliteration B: kolythron Transliteration C: kolythron Beta Code: ko/luqron

English (LSJ)

or κόλπ-τρον, τό, A ripe fig, Philem.Gloss. ap. Ath.3.76f.

German (Pape)

[Seite 1476] τό, auch κόλυτρον, eine reife Feige; Ath. III, 76 f; Suid. sagt εἶδος φυτοῦ.

Greek (Liddell-Scott)

κόλυθρον: ἢ -τρον, τό, ὥριμον σῦκον, Ἀθήν. 76F.

Greek Monolingual

κόλυθρον και κόλυτρον, τὸ (Α)
το ώριμο σύκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. κόλυθρον και κόλυθροι είναι αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεσή τους με τον τ. κολεόν «θήκη» παραμένει αβέβαιη λόγω της διαφοράς σημασίας. Οι λ. εμφανίζουν επίθημα -θρον (-τρον), πρβλ. μέλαθρον, άροτρον. Ο τ. κόλυθρον εξάλλου είτε αποτελεί εσφ. γρφ. του τ. σκόλυθρον είτε προέρχεται απ' αυτόν με σίγηση του αρκτικού σ-].