λαχανωνυμία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαχανωνυμία]], ἡ (Μ)<br />[[ονομασία]] που δίνεται σε κάποιον από [[λάχανο]] («σὺ [[πλέον]] ἐπαυχῶν τῇ λαχανωνυμίᾳ» Τζέτζ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάχανον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωνυμία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ώνυμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. και δωρ. τ. του [[ὄνομα]]), [[πρβλ]]. <i>πατρ</i>-<i>ωνυμία</i>, <i>φερ</i>-<i>ωνυμία</i>].
|mltxt=[[λαχανωνυμία]], ἡ (Μ)<br />[[ονομασία]] που δίνεται σε κάποιον από [[λάχανο]] («σὺ [[πλέον]] ἐπαυχῶν τῇ λαχανωνυμίᾳ» Τζέτζ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάχανον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωνυμία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ώνυμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. και δωρ. τ. του [[ὄνομα]]), [[πρβλ]]. [[πατρωνυμία]], [[φερωνυμία]]].
}}
}}

Revision as of 18:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰχᾰνωνῠμία Medium diacritics: λαχανωνυμία Low diacritics: λαχανωνυμία Capitals: ΛΑΧΑΝΩΝΥΜΙΑ
Transliteration A: lachanōnymía Transliteration B: lachanōnymia Transliteration C: lachanonymia Beta Code: laxanwnumi/a

English (LSJ)

ἡ, A naming after λάχανα, Tz.H.4.558.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰχᾰνωνυμία: ἡ, (ὄνομα) σὺ πλέον ἐπαυχῶν τῇ λαχανωνυμίᾳ, διότι ὀνομάζεσαι Λαχανᾶς, Τζέτζ. Ἱστ. 4, 558.

Greek Monolingual

λαχανωνυμία, ἡ (Μ)
ονομασία που δίνεται σε κάποιον από λάχανο («σὺ πλέον ἐπαυχῶν τῇ λαχανωνυμίᾳ» Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + -ωνυμία (< -ώνυμος < ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. του ὄνομα), πρβλ. πατρωνυμία, φερωνυμία].