κυανόφρυς: Difference between revisions
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
(5) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυανόφρυς]], -υ (Α)<br />αυτός που έχει μαύρα φρύδια («ὦ κυάνοφρυ Νύμφα», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀφρῦς]] ( | |mltxt=[[κυανόφρυς]], -υ (Α)<br />αυτός που έχει μαύρα φρύδια («ὦ κυάνοφρυ Νύμφα», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀφρῦς]] ([[πρβλ]]. [[δάσοφρυς]], [[λεύκοφρυς]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κυᾰνόφρυς:''' -υ, γεν. <i>-υος</i>, αυτός που έχει μαύρα φρύδια, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''κυᾰνόφρυς:''' -υ, γεν. <i>-υος</i>, αυτός που έχει μαύρα φρύδια, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κῠᾰνόφρυς:''' υ, gen. υος чернобровый Theocr. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κυᾰν-όφρυς, υ,<br />[[dark]]-browed, Theocr. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 18:50, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 1522] υος, mit dunkeln, schwarzen Augenbrauen, Theocr. 3, 18. 17, 53.
French (Bailly abrégé)
υς, υ ; gén. υος;
aux sourcils noirs ou sombres.
Étymologie: κύανος, ὀφρύς.
Greek Monolingual
κυανόφρυς, -υ (Α)
αυτός που έχει μαύρα φρύδια («ὦ κυάνοφρυ Νύμφα», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ὀφρῦς (πρβλ. δάσοφρυς, λεύκοφρυς)].
Greek Monotonic
κυᾰνόφρυς: -υ, γεν. -υος, αυτός που έχει μαύρα φρύδια, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
κῠᾰνόφρυς: υ, gen. υος чернобровый Theocr.
Middle Liddell
κυᾰν-όφρυς, υ,
dark-browed, Theocr.