λιπόθηλος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λιπόθηλος]], -ον (Μ)<br />(για τα χοιρίδια που γεννήθηκαν [[κατά]] τον χειμώνα και τα οποία απωθεί η [[μητέρα]] τους από τη [[θηλή]] του μαστού λόγω ελλείψεως γάλακτος) στερημένος της θηλής του μαστού, στερημένος του μαστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>o</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θηλος</i>(<span style="color: red;"><</span> [[θηλή]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[λιπόθηλος]], -ον (Μ)<br />(για τα χοιρίδια που γεννήθηκαν [[κατά]] τον χειμώνα και τα οποία απωθεί η [[μητέρα]] τους από τη [[θηλή]] του μαστού λόγω ελλείψεως γάλακτος) στερημένος της θηλής του μαστού, στερημένος του μαστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>o</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θηλος</i>(<span style="color: red;"><</span> [[θηλή]]), [[πρβλ]]. [[νεόθηλος]], [[ομόθηλος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:53, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, (θηλή) A deprived of the breast, of late-born pigs (μετάχοιρα), which the sows will not suckle, Gp.19.6.8.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπόθηλος: -ον, (θηλὴ) ἐστερημένος τῆς θηλῆς, τοῦ μαστοῦ, ἐπὶ χοιριδίων γεννηθέντων κατὰ τὸν χειμῶνα, ἅπερ ἀπωθοῦσιν αἱ μητέρες αὐτῶν, διότι οἱ μαστοὶ αὐτῶν σπανίζουσι γάλακτος, Γεωπ. 19. 6. 8· πρβλ. μετάχοιρον, λιπογάλακτος.
Greek Monolingual
λιπόθηλος, -ον (Μ)
(για τα χοιρίδια που γεννήθηκαν κατά τον χειμώνα και τα οποία απωθεί η μητέρα τους από τη θηλή του μαστού λόγω ελλείψεως γάλακτος) στερημένος της θηλής του μαστού, στερημένος του μαστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(o)- + -θηλος(< θηλή), πρβλ. νεόθηλος, ομόθηλος].