λοξοκίνητος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λοξοκίνητος]], -ον (Μ)<br />αυτός που κινείται πλαγίως («[[λοξοκίνητος]] [[κύκλος]]» — η εκλειπτική).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοξός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κίνητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κινητός]] <span style="color: red;"><</span> [[κινώ]]), [[πρβλ]]. <i>αυτο</i>-<i>κίνητος</i>, <i>βραδυ</i>-<i>κίνητος</i>].
|mltxt=[[λοξοκίνητος]], -ον (Μ)<br />αυτός που κινείται πλαγίως («[[λοξοκίνητος]] [[κύκλος]]» — η εκλειπτική).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοξός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κίνητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κινητός]] <span style="color: red;"><</span> [[κινώ]]), [[πρβλ]]. [[αυτοκίνητος]], [[βραδυκίνητος]]].
}}
}}

Revision as of 18:54, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοξοκίνητος Medium diacritics: λοξοκίνητος Low diacritics: λοξοκίνητος Capitals: ΛΟΞΟΚΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: loxokínētos Transliteration B: loxokinētos Transliteration C: loksokinitos Beta Code: locoki/nhtos

English (LSJ)

[ῑ], ον, A moving athwart, λ. κύκλος the ecliptic, Sch. Hes.Op.381 (p.208 G.)

Greek (Liddell-Scott)

λοξοκίνητος: -ον, ὁ κινούμενος λοξῶς, πλαγίως, λ. κύκλος, ἡ ἐκλειπτική, Σχόλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 381.

Greek Monolingual

λοξοκίνητος, -ον (Μ)
αυτός που κινείται πλαγίως («λοξοκίνητος κύκλος» — η εκλειπτική).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + -κίνητος (< κινητός < κινώ), πρβλ. αυτοκίνητος, βραδυκίνητος].