λυπαλγής: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυπαλγής]], -ές (Μ)<br />αυτός που αισθάνεται πόνο, [[άλγος]] από [[λύπη]], [[θλιμμένος]], [[λυπημένος]] [[βαθιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύπη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αλγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλγος]]), [[πρβλ]]. <i>γονυ</i>-<i>αλγής</i>, <i>οσφυ</i>-<i>αλγής</i>].
|mltxt=[[λυπαλγής]], -ές (Μ)<br />αυτός που αισθάνεται πόνο, [[άλγος]] από [[λύπη]], [[θλιμμένος]], [[λυπημένος]] [[βαθιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύπη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αλγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλγος]]), [[πρβλ]]. [[γονυαλγής]], [[οσφυαλγής]]].
}}
}}

Revision as of 18:55, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

λῡπαλγής: -ές, ὁ ἐκ λύπης αἰσθανόμενος ἄλγος, τεθλιμμένος, Παύλ. Σ. Ἔκφρ. 474.

Greek Monolingual

λυπαλγής, -ές (Μ)
αυτός που αισθάνεται πόνο, άλγος από λύπη, θλιμμένος, λυπημένος βαθιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύπη + -αλγής (< ἄλγος), πρβλ. γονυαλγής, οσφυαλγής].