λαιμότομος: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαιμότομος]], -ον (Α)<br />αυτός που του έχουν κόψει τον λαιμό, αποκεφαλισμένος, καρατομημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), [[πρβλ]]. <i>καρά</i>-<i>τομος</i>, <i>υλό</i>-<i>τομος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. παθητική σημ.].
|mltxt=[[λαιμότομος]], -ον (Α)<br />αυτός που του έχουν κόψει τον λαιμό, αποκεφαλισμένος, καρατομημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), [[πρβλ]]. [[καράτομος]], [[υλότομος]]. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. παθητική σημ.].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:55, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαιμότομος Medium diacritics: λαιμότομος Low diacritics: λαιμότομος Capitals: ΛΑΙΜΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: laimótomos Transliteration B: laimotomos Transliteration C: laimotomos Beta Code: laimo/tomos

English (LSJ)

ον, with the throat cut, E. Hec. 208 (lyr.); severed at the throat, κεφαλά Id IA 776 (lyr.); Γοργοῦς λ. ἀπὸ σταλαγμῶν the blood dripping from the Gorgon's severed head, Id. Ion 1054 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
égorgé, détaché de la gorge.
Étymologie: λαιμός, τέμνω.

Greek Monolingual

λαιμότομος, -ον (Α)
αυτός που του έχουν κόψει τον λαιμό, αποκεφαλισμένος, καρατομημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. καράτομος, υλότομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. παθητική σημ.].

Russian (Dvoretsky)

λαιμότομος:
1) с перерезанным горлом, отрубленный (κεφαλή Eur.);
2) пролившийся из отрубленной головы (σταλαγμοὶ Γοργοῦς Eur.).

Middle Liddell

λαιμότομος, ον
with the throat cut, severed by the throat, Eur.; Γοργοῦς λαιμότομοι σταλαγμοί the blood dripping from the Gorgon's severed head, Eur.