μονόχωρος: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονόχωρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> <b>φρ.</b> «μονόχωρη [[ωοθήκη]]» — [[ωοθήκη]] από [[πολλά]] καρπόφυλλα που σχηματίζει μία μόνο [[κοιλότητα]], έναν μόνο εσωτερικό χώρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πεσσό στο [[παιχνίδι]] του άβακα) απομονωμένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μονόχωρον</i><br />[[μέτρο]] χωρητικότητας του σίτου στην Αίγυπτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χώρα]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[μονόχωρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> <b>φρ.</b> «μονόχωρη [[ωοθήκη]]» — [[ωοθήκη]] από [[πολλά]] καρπόφυλλα που σχηματίζει μία μόνο [[κοιλότητα]], έναν μόνο εσωτερικό χώρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πεσσό στο [[παιχνίδι]] του άβακα) απομονωμένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μονόχωρον</i><br />[[μέτρο]] χωρητικότητας του σίτου στην Αίγυπτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χώρα]]), [[πρβλ]]. [[μεσόχωρος]], [[πολύχωρος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:03, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A isolated, of a piece in draughts, Gloss. II μονό-χωρον, τό, measure of wine, etc., in Egypt, PFay.220 (ii A. D.), Sammelb.4425 vii 26 (ii A. D.), PFlor.76 (iii A. D.).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μονόχωρος, -ον)
νεοελλ.
βοτ. φρ. «μονόχωρη ωοθήκη» — ωοθήκη από πολλά καρπόφυλλα που σχηματίζει μία μόνο κοιλότητα, έναν μόνο εσωτερικό χώρο
αρχ.
1. (για πεσσό στο παιχνίδι του άβακα) απομονωμένος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μονόχωρον
μέτρο χωρητικότητας του σίτου στην Αίγυπτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -χωρος (< χώρα), πρβλ. μεσόχωρος, πολύχωρος].