μελάμπρῳρος: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελάμπρῳρος]], -ον (Α)<br />(για [[πλοίο]]) αυτός που έχει μαύρη [[πρώρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πρῶρα]] ([[πρβλ]]. <i>καλλί</i>-<i>πρωρος</i>, <i>κυανό</i>-<i>πρωρος</i>)].
|mltxt=[[μελάμπρῳρος]], -ον (Α)<br />(για [[πλοίο]]) αυτός που έχει μαύρη [[πρώρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πρῶρα]] ([[πρβλ]]. [[καλλίπρωρος]], [[κυανόπρωρος]])].
}}
}}

Revision as of 19:04, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάμπρῳρος Medium diacritics: μελάμπρῳρος Low diacritics: μελάμπρωρος Capitals: ΜΕΛΑΜΠΡΩΡΟΣ
Transliteration A: melámprōiros Transliteration B: melamprōros Transliteration C: melamproros Beta Code: mela/mprw|ros

English (LSJ)

ον, A with black prow, ναῦς Hymn.Is.146.

Greek (Liddell-Scott)

μελάμπρῳρος: -ον, ἐπὶ νεώς, ἡ ἔχουσα μέλαιναν πρῷραν, Kaib. cp. 1028, 56.

Greek Monolingual

μελάμπρῳρος, -ον (Α)
(για πλοίο) αυτός που έχει μαύρη πρώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πρῶρα (πρβλ. καλλίπρωρος, κυανόπρωρος)].