μονόπρακτος: Difference between revisions
From LSJ
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
(25) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> (για θεατρικό ή μουσικό [[έργο]]) ο αποτελούμενος από μία μόνο [[πράξη]] («μονόπρακτη όπερα», «μονόπρακτη [[κωμωδία]]»)<br /><b>2.</b> (συν. το ουδ. ως ουσ.) <i>το μονόπρακτο</i><br />σύντομο θεατρικό [[έργο]] που αποτελείται από μία [[πράξη]] («τα μονόπρακτα του Μπρεχτ»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πρακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πράττω]]), | |mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> (για θεατρικό ή μουσικό [[έργο]]) ο αποτελούμενος από μία μόνο [[πράξη]] («μονόπρακτη όπερα», «μονόπρακτη [[κωμωδία]]»)<br /><b>2.</b> (συν. το ουδ. ως ουσ.) <i>το μονόπρακτο</i><br />σύντομο θεατρικό [[έργο]] που αποτελείται από μία [[πράξη]] («τα μονόπρακτα του Μπρεχτ»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πρακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πράττω]]), [[πρβλ]]. [[έμπρακτος]], [[τρίπρακτος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Αλέξ. Βουκίδη]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:05, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο
1. (για θεατρικό ή μουσικό έργο) ο αποτελούμενος από μία μόνο πράξη («μονόπρακτη όπερα», «μονόπρακτη κωμωδία»)
2. (συν. το ουδ. ως ουσ.) το μονόπρακτο
σύντομο θεατρικό έργο που αποτελείται από μία πράξη («τα μονόπρακτα του Μπρεχτ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -πρακτος (< πράττω), πρβλ. έμπρακτος, τρίπρακτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Αλέξ. Βουκίδη].