ἐφήβαρχος: Difference between revisions

From LSJ

Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund

Menander, Monostichoi, 537
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐφήβαρχος]], ὁ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> [[επόπτης]] τών εφήβων σε μερικές ελληνικές πόλεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έφ</i>-<i>ηβος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άρχω]]), [[πρβλ]]. <i>έπ</i>-<i>αρχος</i>, <i>τριήρ</i>-<i>αρχος</i>].
|mltxt=[[ἐφήβαρχος]], ὁ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> [[επόπτης]] τών εφήβων σε μερικές ελληνικές πόλεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έφ</i>-<i>ηβος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άρχω]]), [[πρβλ]]. [[έπαρχος]], [[τριήραρχος]]].
}}
}}

Revision as of 19:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφήβαρχος Medium diacritics: ἐφήβαρχος Low diacritics: εφήβαρχος Capitals: ΕΦΗΒΑΡΧΟΣ
Transliteration A: ephḗbarchos Transliteration B: ephēbarchos Transliteration C: efivarchos Beta Code: e)fh/barxos

English (LSJ)

ὁ, (ἔφηβος, ἄρχω) A overseer of the youth, a magistrate in several Greek cities, OGI339.42 (Sestos), IG12(2).134 (Mytilene, in form ἐφάβ-), 12(3).524 (Thera), SIG798.23 (Cyzicus), etc., cf. Arr.Epict.3.1.34, 7.19:

German (Pape)

[Seite 1116] ὁ, Aufseher über die Jünglinge (s. ἔφηβος), Arr. Epict. 3, 1, 34.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφήβαρχος: ὁ, (ἔφηβος, ἄρχω) ἐπόπτης τῶν ἐφήβων, ἄρχων τις ἔν τισι τῶν Ἑλληνικῶν πόλεων, οἷον ἐν Ἐδέσσῃ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1997c (προσθῆκαι)· ἐν Κυζίκῳ, 3660, κτλ.· ἴδε Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 34., 7. 19· - ἐφηβαρχέω, ἔχω τὸ ἀξίωμα τοῦτο, ἐν Βερροίᾳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1957g (προσθῆκαι)· ἐν Τέῳ, 3085-6· ἐν Φιλαδελφείᾳ, 3421· ἐν Κυζίκῳ, 3665.

Greek Monolingual

ἐφήβαρχος, ὁ (Α)
επιγρ. επόπτης τών εφήβων σε μερικές ελληνικές πόλεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έφ-ηβος + -αρχος (< άρχω), πρβλ. έπαρχος, τριήραρχος].