μετεωροβάμων: Difference between revisions

From LSJ

Θέλω τύχης σταλαγμὸν ἢ φρενῶν πίθον → Melior fortunae guttula artis urceo → Ein Topfen Glück ist mehr wert als ein Fass Verstand

Menander, Monostichoi, 240
(6_14)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετεωροβάμων''': ὁ [[ἀεροβάμων]], ὁ ἔχων κοῦφον [[φρόνημα]], Κωνστ. Μανασσ. Ἐρ. 3, 57.
|lstext='''μετεωροβάμων''': ὁ [[ἀεροβάμων]], ὁ ἔχων κοῦφον [[φρόνημα]], Κωνστ. Μανασσ. Ἐρ. 3, 57.
}}
{{grml
|mltxt=[[μετεωροβάμων]], -ον (Μ)<br />αυτός που αεροβατεί, [[ανόητος]], [[ελαφρόμυαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μετέωρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βάμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. [[αιθεροβάμων]], [[ουρανοβάμων]]].
}}
}}

Latest revision as of 19:05, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 159] ον, in die Höhe gehend, leichtsinnig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετεωροβάμων: ὁ ἀεροβάμων, ὁ ἔχων κοῦφον φρόνημα, Κωνστ. Μανασσ. Ἐρ. 3, 57.

Greek Monolingual

μετεωροβάμων, -ον (Μ)
αυτός που αεροβατεί, ανόητος, ελαφρόμυαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθεροβάμων, ουρανοβάμων].