ἱεροθαλλής: Difference between revisions
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱεροθαλλής]], -ές (Α)<br />αυτός του οποίου η [[βλάστηση]] έχει [[ιερή]] [[προέλευση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θαλλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάλλω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἱεροθαλλής]], -ές (Α)<br />αυτός του οποίου η [[βλάστηση]] έχει [[ιερή]] [[προέλευση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θαλλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάλλω]]), [[πρβλ]]. [[αθαλλής]], [[αειθαλλής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:10, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A blooming holily, Orph. H.40.17 (Herm. -θηλής).
German (Pape)
[Seite 1241] ές, heilig sprossend, blühend, Orph. H. 39, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροθαλλής: -ές, ἱερῶς θάλλων, Ὀρφ. Ὕμν. 39. 17· Ἕρμανν. -θηλής.
Greek Monolingual
ἱεροθαλλής, -ές (Α)
αυτός του οποίου η βλάστηση έχει ιερή προέλευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -θαλλής (< θάλλω), πρβλ. αθαλλής, αειθαλλής].