Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἰκτεριώδης: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰκτεριώδης]], -ες (Α)<br />[[ικτερικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴκτερος]], υπό την [[επίδραση]] του <i>ἰκτεριώ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i> ([[πρβλ]]. <i>νεφελ</i>-<i>ώδης</i>, <i>ογκ</i>-<i>ώδης</i>)].
|mltxt=[[ἰκτεριώδης]], -ες (Α)<br />[[ικτερικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴκτερος]], υπό την [[επίδραση]] του <i>ἰκτεριώ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i> ([[πρβλ]]. [[νεφελώδης]], [[ογκώδης]])].
}}
}}

Revision as of 19:16, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰκτεριώδης Medium diacritics: ἰκτεριώδης Low diacritics: ικτεριώδης Capitals: ΙΚΤΕΡΙΩΔΗΣ
Transliteration A: ikteriṓdēs Transliteration B: ikteriōdēs Transliteration C: ikteriodis Beta Code: i)kteriw/dhs

English (LSJ)

ες,= ἰκτερικός, Hp.Aph.5.72, Dsc.3.1; and ἰκτερ-όεις, εσσα, ενA, χλόος Nic.Al. 475.

Greek Monolingual

ἰκτεριώδης, -ες (Α)
ικτερικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος, υπό την επίδραση του ἰκτεριώ + κατάλ. -ώδης (πρβλ. νεφελώδης, ογκώδης)].