ευφραδής: Difference between revisions
From LSJ
θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐφραδής]], -ές)<br />αυτός που έχει ευχερή [[έκφραση]], ο [[εύγλωττος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκφράζεται σωστά ή με [[σαφήνεια]]<br /><b>2.</b> ο εκφρασμένος καλά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευφραδώς</i> (Α εὐφραδέως)<br />με [[ευγλωττία]], με [[ευφράδεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθαρά]], με [[σαφήνεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φραδής]] (<span style="color: red;"><</span> [[φράζω]] <span style="color: red;"><</span> <i>φράδ</i>-<i>jω</i> «[[μιλώ]], [[λέγω]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐφραδής]], -ές)<br />αυτός που έχει ευχερή [[έκφραση]], ο [[εύγλωττος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκφράζεται σωστά ή με [[σαφήνεια]]<br /><b>2.</b> ο εκφρασμένος καλά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευφραδώς</i> (Α εὐφραδέως)<br />με [[ευγλωττία]], με [[ευφράδεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθαρά]], με [[σαφήνεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φραδής]] (<span style="color: red;"><</span> [[φράζω]] <span style="color: red;"><</span> <i>φράδ</i>-<i>jω</i> «[[μιλώ]], [[λέγω]]»), [[πρβλ]]. [[θεοφραδής]], [[κακοφραδής]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:25, 24 August 2021
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐφραδής, -ές)
αυτός που έχει ευχερή έκφραση, ο εύγλωττος
μσν.-αρχ.
1. αυτός που εκφράζεται σωστά ή με σαφήνεια
2. ο εκφρασμένος καλά.
επίρρ...
ευφραδώς (Α εὐφραδέως)
με ευγλωττία, με ευφράδεια
αρχ.
1. καθαρά, με σαφήνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φραδής (< φράζω < φράδ-jω «μιλώ, λέγω»), πρβλ. θεοφραδής, κακοφραδής.