κωμοδρόμος: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
(22)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[κωμοδρόμος]])<br />αυτός που γυρίζει από [[κώμη]] σε [[κώμη]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(στην Κύπρο) [[σιδηρουργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώμη]] <span style="color: red;">+</span> -[[δρόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πελαγο</i>-[[δρόμος]], <i>σταδιο</i>-[[δρόμος]].
|mltxt=ο (AM [[κωμοδρόμος]])<br />αυτός που γυρίζει από [[κώμη]] σε [[κώμη]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(στην Κύπρο) [[σιδηρουργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώμη]] <span style="color: red;">+</span> -[[δρόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), [[πρβλ]]. [[πελαγοδρόμος]], [[σταδιοδρόμος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:49, 24 August 2021

Greek Monolingual

ο (AM κωμοδρόμος)
αυτός που γυρίζει από κώμη σε κώμη
νεοελλ.-μσν.
(στην Κύπρο) σιδηρουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. πελαγοδρόμος, σταδιοδρόμος.