κυματοθραύστης: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
(22)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />τεχνικό λιμενικό [[έργο]] που κατασκευάζεται με μεγάλους ογκόλιθους ή κύβους από [[μπετόν]] οι οποίοι τοποθετούνται [[είτε]] [[μπροστά]] στον λιμενοβραχίονα [[είτε]] παράλληλα [[προς]] την [[ακτή]], προκειμένου να προφυλάσσεται το [[λιμάνι]] ή ο όρμος από τα κύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]], -<i>α</i>-<i>τ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[θραύστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[θραύω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καρυο</i>-[[θραύστης]], <i>κρανιο</i>-[[θραύστης]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδρέα Κορδέλλα].
|mltxt=ο<br />τεχνικό λιμενικό [[έργο]] που κατασκευάζεται με μεγάλους ογκόλιθους ή κύβους από [[μπετόν]] οι οποίοι τοποθετούνται [[είτε]] [[μπροστά]] στον λιμενοβραχίονα [[είτε]] παράλληλα [[προς]] την [[ακτή]], προκειμένου να προφυλάσσεται το [[λιμάνι]] ή ο όρμος από τα κύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]], -<i>α</i>-<i>τ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[θραύστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[θραύω]]), [[πρβλ]]. [[καρυοθραύστης]], [[κρανιοθραύστης]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδρέα Κορδέλλα].
}}
}}

Latest revision as of 07:50, 24 August 2021

Greek Monolingual

ο
τεχνικό λιμενικό έργο που κατασκευάζεται με μεγάλους ογκόλιθους ή κύβους από μπετόν οι οποίοι τοποθετούνται είτε μπροστά στον λιμενοβραχίονα είτε παράλληλα προς την ακτή, προκειμένου να προφυλάσσεται το λιμάνι ή ο όρμος από τα κύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -θραύστης (< θραύω), πρβλ. καρυοθραύστης, κρανιοθραύστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδρέα Κορδέλλα].