ἰθυβόλος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰθυβόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βάλλει [[κατευθείαν]], που ρίχνει [[ίσια]] και πετυχαίνει τον σκοπό του<br /><b>2.</b> νοήμονος, [[συνετός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. <i>ακοντο</i>-[[βόλος]], <i>πυρο</i>-[[βόλος]].
|mltxt=[[ἰθυβόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βάλλει [[κατευθείαν]], που ρίχνει [[ίσια]] και πετυχαίνει τον σκοπό του<br /><b>2.</b> νοήμονος, [[συνετός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. [[ακοντοβόλος]], [[πυροβόλος]].
}}
}}

Revision as of 07:55, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰθυβόλος Medium diacritics: ἰθυβόλος Low diacritics: ιθυβόλος Capitals: ΙΘΥΒΟΛΟΣ
Transliteration A: ithybólos Transliteration B: ithybolos Transliteration C: ithyvolos Beta Code: i)qubo/los

English (LSJ)

ον, A straight-hitting, ἀκόντιον Apollod.3.15.1: Sup. -ώτατος, ἀκοντιστής J.BJ1.21.13: metaph., sagacious, φύσις Dam.Isid.160.

German (Pape)

[Seite 1245] gerade treffend, ἀκόντιον Apolld. 3, 15; – ἰθύβολος, gerade getroffen?

Greek (Liddell-Scott)

ἰθῠβόλος: -ον, ὁ κατ’ εὐθεῖαν βάλλων, κτυπῶν, ἀκόντιον Ἀπολλόδ. 3. 15· εὐθύς, Βυζ.

Greek Monolingual

ἰθυβόλος, -ον (Α)
1. αυτός που βάλλει κατευθείαν, που ρίχνει ίσια και πετυχαίνει τον σκοπό του
2. νοήμονος, συνετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ακοντοβόλος, πυροβόλος.