ἡδυπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡδυπρόσωπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει γλυκιά όψη, ευχάριστο [[πρόσωπο]]. <b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πρόσωπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πρόσωπον]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-[[πρόσωπος]], <i>δι</i>-[[πρόσωπος]].
|mltxt=[[ἡδυπρόσωπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει γλυκιά όψη, ευχάριστο [[πρόσωπο]]. <b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πρόσωπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πρόσωπον]]), [[πρβλ]]. [[απρόσωπος]], [[διπρόσωπος]].
}}
}}

Revision as of 07:56, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδυπρόσωπος Medium diacritics: ἡδυπρόσωπος Low diacritics: ηδυπρόσωπος Capitals: ΗΔΥΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: hēdyprósōpos Transliteration B: hēdyprosōpos Transliteration C: idyprosopos Beta Code: h(dupro/swpos

English (LSJ)

ον, A of sweet countenance, χόνδρος Matro Conv.102.

German (Pape)

[Seite 1154] mit anmuthigem Gesicht, χόνδρος, bei Ath. IV, 136 f.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυπρόσωπος: -ον, ἔχων ἡδὺ πρόσωπον, γλυκεῖαν ὄψιν, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136F.

Greek Monolingual

ἡδυπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει γλυκιά όψη, ευχάριστο πρόσωπο. ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. απρόσωπος, διπρόσωπος.