ἱερολόγος: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
(6_14)
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1241.png Seite 1241]] ὁ, heilige Worte sprechend, geistlicher Redner, Eust.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ (ΑΜ [[ἱερολόγος]])<br />[[κήρυκας]] του θείου λόγου<br /><b>μσν.</b><br />[[ιερέας]] που ευλογεί τον γάμο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> οἱ [[ἱερολόγοι]]<br />οι συγγραφείς ιερών λόγων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιερ(ο)- <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), [[πρβλ]]. [[αγιολόγος]], [[θεολόγος]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱερολόγος''': ὁ ἱερολογῶν, ὁμιλῶν περὶ ἱερῶν πραγμάτων, Φίλων Βυβλ. παρ’ Εὐσεβ. ΙΙΙ. 72 D· ἱερὸς [[συγγραφεύς]], Διδ. Ἀλ. 681Β, Διον. Ἀρεοπ. 709Α. ΙΙ, ὁ εὐλογῶν γάμον [[ἱερεύς]], Εὐστ. Πονημάν. 64. 85.
|lstext='''ἱερολόγος''': ὁ ἱερολογῶν, ὁμιλῶν περὶ ἱερῶν πραγμάτων, Φίλων Βυβλ. παρ’ Εὐσεβ. ΙΙΙ. 72 D· ἱερὸς [[συγγραφεύς]], Διδ. Ἀλ. 681Β, Διον. Ἀρεοπ. 709Α. ΙΙ, ὁ εὐλογῶν γάμον [[ἱερεύς]], Εὐστ. Πονημάν. 64. 85.
}}
}}

Latest revision as of 10:43, 24 August 2021

German (Pape)

[Seite 1241] ὁ, heilige Worte sprechend, geistlicher Redner, Eust.

Greek Monolingual

ὁ (ΑΜ ἱερολόγος)
κήρυκας του θείου λόγου
μσν.
ιερέας που ευλογεί τον γάμο
αρχ.
στον πληθ. οἱ ἱερολόγοι
οι συγγραφείς ιερών λόγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -λόγος (< λέγω), πρβλ. αγιολόγος, θεολόγος.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερολόγος: ὁ ἱερολογῶν, ὁμιλῶν περὶ ἱερῶν πραγμάτων, Φίλων Βυβλ. παρ’ Εὐσεβ. ΙΙΙ. 72 D· ἱερὸς συγγραφεύς, Διδ. Ἀλ. 681Β, Διον. Ἀρεοπ. 709Α. ΙΙ, ὁ εὐλογῶν γάμον ἱερεύς, Εὐστ. Πονημάν. 64. 85.