χρυσοκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φορεί χρυσό [[στέμμα]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[χρυσοκέφαλος]]<br /><b>εκκλ.</b> (στο <b>Βυζ.</b>) [[χαρτοφύλακας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[ονομασία]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), [[πρβλ]]. <i>ταυρο</i>-[[κέφαλος]].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φορεί χρυσό [[στέμμα]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[χρυσοκέφαλος]]<br /><b>εκκλ.</b> (στο <b>Βυζ.</b>) [[χαρτοφύλακας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[ονομασία]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), [[ταυροκέφαλος]].
}}
}}

Revision as of 09:32, 25 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοκέφᾰλος Medium diacritics: χρυσοκέφαλος Low diacritics: χρυσοκέφαλος Capitals: ΧΡΥΣΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: chrysoképhalos Transliteration B: chrysokephalos Transliteration C: chrysokefalos Beta Code: xrusoke/falos

English (LSJ)

ον, A with golden head, epithet of a fish, Phryn.Com. 50.

German (Pape)

[Seite 1381] mit goldenem Kopfe, Phryn. com. bei Ath. VI, 287 b.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων χρυσῆν κεφαλήν, ἐπίθ. ἰσχύος τινός, Φρύνιχ. Κωμικ. ἐν Τραγῳδοῖς ἢ «Ἀπελευθέροις 2. ΙΙ. ὁ φορῶν χρυσοῦν στέμμα, Βυζ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μσν.
1. αυτός που φορεί χρυσό στέμμα
2. το αρσ. ως ουσ.χρυσοκέφαλος
εκκλ. (στο Βυζ.) χαρτοφύλακας
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ονομασία ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -κέφαλος (< κεφαλή), ταυροκέφαλος.