χωλόπους: Difference between revisions

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.")
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν, ΝΜΑ και [[χωλοίπους]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[χωλόπους]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] νωδών θηλαστικών της οικογένειας βραδυποδίδες, κν. ουνάου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[χωλός]], [[κουτσός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χωλός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), [[μικρόπους]]. Η λ. με την επιστημον. της σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. νεολατ. <i>choloepus</i>].
|mltxt=-ουν, ΝΜΑ και [[χωλοίπους]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[χωλόπους]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] νωδών θηλαστικών της οικογένειας βραδυποδίδες, κν. ουνάου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[χωλός]], [[κουτσός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χωλός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), [[πρβλ]]. [[μικρόπους]]. Η λ. με την επιστημον. της σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. νεολατ. [[choloepus]]].
}}
}}

Revision as of 10:19, 25 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωλόπους Medium diacritics: χωλόπους Low diacritics: χωλόπους Capitals: ΧΩΛΟΠΟΥΣ
Transliteration A: chōlópous Transliteration B: chōlopous Transliteration C: cholopous Beta Code: xwlo/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. -ποδος, A lame-footed, Man.4.118.

German (Pape)

[Seite 1386] πουν, gen. ποδος, lahmfüßig, fußlahm, Maneth. 4, 118.

Greek (Liddell-Scott)

χωλόπους: ὁ, ἡ, ὁ χωλὸς τοὺς πόδας, χωλόποδας τεύχει καὶ ἀσθενέας Μανέθων 4. 118.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΜΑ και χωλοίπους Α
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο χωλόπους
ζωολ. γένος νωδών θηλαστικών της οικογένειας βραδυποδίδες, κν. ουνάου
μσν.-αρχ.
χωλός, κουτσός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωλός + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. μικρόπους. Η λ. με την επιστημον. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. choloepus].