νυκτοβάτης: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
(6_19)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νυκτοβάτης''': -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ περιπατῶν τὴν νύκτα κοιμώμενος, μεταγεν.
|lstext='''νυκτοβάτης''': -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ περιπατῶν τὴν νύκτα κοιμώμενος, μεταγεν.
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. -ις και -ισσα (Α [[νυκτοβάτης]] και [[νυκτιβάτης]] και δωρ. τ. νυκτιβάτας)<br />αυτός που σηκώνεται και περπατά τη [[νύχτα]], ενώ [[είναι]] κοιμισμένος, ο [[υπνοβάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. [[υπνοβάτης]]. Ο τ. [[νυκτιβάτης]] <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- του <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]])].
}}
}}

Latest revision as of 13:13, 25 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

νυκτοβάτης: -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ περιπατῶν τὴν νύκτα κοιμώμενος, μεταγεν.

Greek Monolingual

ο, θηλ. -ις και -ισσα (Α νυκτοβάτης και νυκτιβάτης και δωρ. τ. νυκτιβάτας)
αυτός που σηκώνεται και περπατά τη νύχτα, ενώ είναι κοιμισμένος, ο υπνοβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. υπνοβάτης. Ο τ. νυκτιβάτης < νυκτι- του νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)].