οἰωνοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰωνοκτόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που σκοτώνει τα πουλιά («[[οἰωνοκτόνος]] [[χειμών]]», <b>Αισχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἰωνός]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μητρο</i>-[[κτόνος]].
|mltxt=[[οἰωνοκτόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που σκοτώνει τα πουλιά («[[οἰωνοκτόνος]] [[χειμών]]», <b>Αισχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἰωνός]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), [[πρβλ]]. [[μητροκτόνος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:15, 25 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰωνοκτόνος Medium diacritics: οἰωνοκτόνος Low diacritics: οιωνοκτόνος Capitals: ΟΙΩΝΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: oiōnoktónos Transliteration B: oiōnoktonos Transliteration C: oionoktonos Beta Code: oi)wnokto/nos

English (LSJ)

ον, A killing birds, χειμών ib.563.

Greek (Liddell-Scott)

οἰωνοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων πτηνά, χειμὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 563.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue les oiseaux.
Étymologie: οἰωνός, κτείνω.

Greek Monolingual

οἰωνοκτόνος, -ον (Α)
αυτός που σκοτώνει τα πουλιά («οἰωνοκτόνος χειμών», Αισχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητροκτόνος.

Greek Monotonic

οἰωνοκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που σκοτώνει πουλιά, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

οἰωνοκτόνος: убивающий птиц, т. е. губительный для птиц (χειμών Aesch.).

Middle Liddell

οἰωνο-κτόνος, ον, κτείνω
killing birds, Aesch.

English (Woodhouse)

destroying birds

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)