ναυαγοσώστης: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
(26)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που σώζει ή έχει ως [[έργο]] του να σώζει ναυαγούς ή ναυαγισμένα πλοία<br /><b>2.</b> (στις οργανωμένες [[πλαζ]]) [[ειδικός]] [[υπάλληλος]] επιφορτισμένος να παρακολουθεί τους λουομένους και να επεμβαίνει στην [[περίπτωση]] που [[κάποιος]] κινδυνεύει να πνιγεί σώζοντας τον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναυαγός]] <span style="color: red;">+</span> -[[σώστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[σώζω]]), <b>πρβλ.</b> <i>κοσμο</i>-[[σώστης]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που σώζει ή έχει ως [[έργο]] του να σώζει ναυαγούς ή ναυαγισμένα πλοία<br /><b>2.</b> (στις οργανωμένες [[πλαζ]]) [[ειδικός]] [[υπάλληλος]] επιφορτισμένος να παρακολουθεί τους λουομένους και να επεμβαίνει στην [[περίπτωση]] που [[κάποιος]] κινδυνεύει να πνιγεί σώζοντας τον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναυαγός]] <span style="color: red;">+</span> -[[σώστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[σώζω]]), [[πρβλ]]. [[κοσμοσώστης]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
}}
}}

Latest revision as of 13:15, 25 August 2021

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που σώζει ή έχει ως έργο του να σώζει ναυαγούς ή ναυαγισμένα πλοία
2. (στις οργανωμένες πλαζ) ειδικός υπάλληλος επιφορτισμένος να παρακολουθεί τους λουομένους και να επεμβαίνει στην περίπτωση που κάποιος κινδυνεύει να πνιγεί σώζοντας τον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναυαγός + -σώστης (< σώζω), πρβλ. κοσμοσώστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].