διονυσιάς: Difference between revisions

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
(9)
 
m (Text replacement - "as ''Subst.''" to "as substantive")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=διονυσιάς
|Medium diacritics=διονυσιάς
|Low diacritics=διονυσιάς
|Capitals=ΔΙΟΝΥΣΙΑΣ
|Transliteration A=dionysiás
|Transliteration B=dionysias
|Transliteration C=dionysias
|Beta Code=dionusia/s
|Definition=-άδος, ἡ, pecul. fem. of [[διονυσιακός]], [[θυμέλα]] Pratin. 1.2; [[λοιβά]] E. ''HF'' 894 (lyr.); [[Πηγή]] Paus. 4.36.5. as [[substantive]], [[Bacchante]], Id. 3.13.7. a plaster, Orib. ''Fr.'' 96, Philum. ap. Aët. 16.38. name of Naxos, Call. ''Aet.'' 3.1.41. = [[ἀνδρόσαιμον]], Dsc. 3.156; = [[κατανάγκη]], Ps.-Dsc. 4.131.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διονυσιάς]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[μαινάδα]], [[βάκχη]]<br /><b>2.</b> <i>διονυσιάδες</i><br />κορίτσια στη [[Σπάρτη]] που αγωνίζονταν στα [[Διονύσια]], αγώνα δρόμου<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] της Νάξου<br /><b>4.</b> το [[φυτό]] ανδρόσαιμο<br /><b>5.</b> το [[αμπέλι]]<br /><b>6.</b> [[ονομασία]] πηγής στην Κυπαρισσία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του [[διονύσιος]]].
|mltxt=[[διονυσιάς]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[μαινάδα]], [[βάκχη]]<br /><b>2.</b> <i>διονυσιάδες</i><br />κορίτσια στη [[Σπάρτη]] που αγωνίζονταν στα [[Διονύσια]], αγώνα δρόμου<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] της Νάξου<br /><b>4.</b> το [[φυτό]] ανδρόσαιμο<br /><b>5.</b> το [[αμπέλι]]<br /><b>6.</b> [[ονομασία]] πηγής στην Κυπαρισσία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του [[διονύσιος]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:55, 29 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διονυσιάς Medium diacritics: διονυσιάς Low diacritics: διονυσιάς Capitals: ΔΙΟΝΥΣΙΑΣ
Transliteration A: dionysiás Transliteration B: dionysias Transliteration C: dionysias Beta Code: dionusia/s

English (LSJ)

-άδος, ἡ, pecul. fem. of διονυσιακός, θυμέλα Pratin. 1.2; λοιβά E. HF 894 (lyr.); Πηγή Paus. 4.36.5. as substantive, Bacchante, Id. 3.13.7. a plaster, Orib. Fr. 96, Philum. ap. Aët. 16.38. name of Naxos, Call. Aet. 3.1.41. = ἀνδρόσαιμον, Dsc. 3.156; = κατανάγκη, Ps.-Dsc. 4.131.

Greek Monolingual

διονυσιάς, η (Α)
1. μαινάδα, βάκχη
2. διονυσιάδες
κορίτσια στη Σπάρτη που αγωνίζονταν στα Διονύσια, αγώνα δρόμου
3. ονομασία της Νάξου
4. το φυτό ανδρόσαιμο
5. το αμπέλι
6. ονομασία πηγής στην Κυπαρισσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του διονύσιος].