ψηρός: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "perh." to "perhaps")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psiros
|Transliteration C=psiros
|Beta Code=yhro/s
|Beta Code=yhro/s
|Definition=ά, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[ξηρός]], Suid.; cf. [[μεσόψηρον]], [[μεσσόψηρον]] and perh. [[ψαρός]] (B).</span>
|Definition=ά, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[ξηρός]], Suid.; cf. [[μεσόψηρον]], [[μεσσόψηρον]] and perhaps [[ψαρός]] (B).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:08, 14 September 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψηρός Medium diacritics: ψηρός Low diacritics: ψηρός Capitals: ΨΗΡΟΣ
Transliteration A: psērós Transliteration B: psēros Transliteration C: psiros Beta Code: yhro/s

English (LSJ)

ά, όν, A = ξηρός, Suid.; cf. μεσόψηρον, μεσσόψηρον and perhaps ψαρός (B).

German (Pape)

[Seite 1397] (von ψάω, wie ξηρός von ξάω), zerreiblich, dürr, trocken.

Greek (Liddell-Scott)

ψηρός: -ά, -όν, (ἴδε ψάω) «ξηρός» Σουΐδ.

Greek Monolingual

και ψαρός, -ά, -όν, Α
1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ξηρός»
2. (το ουδ. στο τ. ψαρός ως ουσ.) τὸ ψαρόν
είδος ξηραντικής αλοιφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση του επιθ. με την οικογένεια του ψήω «τρίβω, γυαλίζω» δεν θεωρείται ικανοποιητική από σημασιολογική άποψη. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για παρλλ. μορφή του επιθ. ξηρός].