πυκνόστυλος: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "1/2" to "½")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πυκνόστυλος]], -ον, ΝΑ<br />(για αρχαία περίστυλα αρχιτεκτονικά οικοδομήματα) αυτός που έχει πυκνούς τους στύλους, [[δηλαδή]] σε [[απόσταση]] 11/2 διαμέτρου [[μεταξύ]] τους, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον αραιόστυλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυκνός]] <span style="color: red;">+</span> [[στύλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>αραιό</i>-<i>στυλος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[πυκνόστυλος]], -ον, ΝΑ<br />(για αρχαία περίστυλα αρχιτεκτονικά οικοδομήματα) αυτός που έχει πυκνούς τους στύλους, [[δηλαδή]] σε [[απόσταση]] διαμέτρου [[μεταξύ]] τους, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον αραιόστυλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυκνός]] <span style="color: red;">+</span> [[στύλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>αραιό</i>-<i>στυλος</i>)].
}}
}}

Revision as of 10:10, 23 November 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυκνόστῡλος Medium diacritics: πυκνόστυλος Low diacritics: πυκνόστυλος Capitals: ΠΥΚΝΟΣΤΥΛΟΣ
Transliteration A: pyknóstylos Transliteration B: pyknostylos Transliteration C: pyknostylos Beta Code: pukno/stulos

English (LSJ)

ον, A with the pillars close together, i.e. at a distance of 1 1/2 diameters, opp. ἀραιόστυλος, Vitr.3.3.1.

German (Pape)

[Seite 816] mit dichten, dichtstehenden od. vielen Säulen, Vitruv. 3, 2.

Greek (Liddell-Scott)

πυκνόστῡλος: -ον, ὁ ἔχων τοὺς στύλους πλησίον ἀλλήλων, δηλαδὴ εἰς ἀπόστασιν 1 ½ διαμέτρου, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀραιόστυλος, Βιτρούβ. 3. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο / πυκνόστυλος, -ον, ΝΑ
(για αρχαία περίστυλα αρχιτεκτονικά οικοδομήματα) αυτός που έχει πυκνούς τους στύλους, δηλαδή σε απόσταση 1½ διαμέτρου μεταξύ τους, σε αντιδιαστολή προς τον αραιόστυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + στύλος (πρβλ. αραιό-στυλος)].