μυχλός: Difference between revisions
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
mNo edit summary |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mychlos | |Transliteration C=mychlos | ||
|Beta Code=muxlo/s | |Beta Code=muxlo/s | ||
|Definition=[[σκολιός]], [[ὀχευτής]], | |Definition=[[σκολιός]], [[ὀχευτής]], κτλ., Hsch.: [[Phocian]] word for [[stallion ass]], [[he-ass]] Id.; cf. [[μύκλα]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:18, 14 December 2021
English (LSJ)
σκολιός, ὀχευτής, κτλ., Hsch.: Phocian word for stallion ass, he-ass Id.; cf. μύκλα.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
μυχλός: ἴδε μύκλα ΙΙ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μυχλός· σκολιός (;). ὀχευτής, λάγνης, μοιχός, ἀκρατής. Φωκεῖς δὲ καὶ ὄνους τοὺς ἐπὶ ὀχείαν πεμπομένους».
Greek Monolingual
μυχλός (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σκολιός, ὀχευτής, λάγνης, μοιχός, ἀκρατής
Φωκεῑς δὲ καὶ ὄνους τοὺς ἐπὶ ὀχείαν πεμπομένους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μύκλος].
Frisk Etymological English
See also: s. μύκλος.
Frisk Etymology German
μυχλός: {mukhlós}
See also: s. μύκλος.
Page 2,279